σωματοφύλαξ

σωματοφύλαξ
-ακος, ὁ, ΜΑ
βλ. σωματοφύλακας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σωματοφύλαξ — bodyguard masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοφυλάκων — σωματοφύλαξ bodyguard masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοφύλακα — σωματοφύλαξ bodyguard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοφύλακας — σωματοφύλαξ bodyguard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοφύλακες — σωματοφύλαξ bodyguard masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοφύλακι — σωματοφύλαξ bodyguard masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοφύλακος — σωματοφύλαξ bodyguard masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοφύλαξι — σωματοφύλαξ bodyguard masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοφύλαξιν — σωματοφύλαξ bodyguard masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοφύλακας — ο / σωματοφύλαξ, ακος, ΝΜΑ, θηλ. σωματοφυλάκισσα Μ άτομο επιφορτισμένο με τη διαφύλαξη τής ζωής και τής σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες τού Προέδρου τής Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῑς σωματοφύλαξιν μή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”